- ψυχροβαφής
- -ές, ΝΑνεοελλ.(για μέταλλο) αυτός που υφίσταται βαφή με εμβάπτιση σε κρύο νερόαρχ.1. βουτηγμένος σε κρύο νερό2. (για χρώμα) αυτός που βάφει με ψυχρή βαφή.[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + -βαφής (< βάφω) πρβλ. θερμο-βαφής].
Dictionary of Greek. 2013.